βισμούθιο(ν)

βισμούθιο(ν)
το хим. висмут

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βισμούθιο(ν)" в других словарях:

  • βισμούθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη… …   Dictionary of Greek

  • βισμούθιο — το (χημ.) 1. μέταλλο. 2. χημικό στοιχείο που συμβολίζεται με το Βi …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • διαμαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων ουσιών να αποκτούν, υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, μια μαγνήτιση εξ επαγωγής, με φορά αντίθετη προς τη φορά του μαγνητικού πεδίου. Η ιδιότητα αυτή δεν εξαρτάται από τη θερμοκρασία και γίνεται εμφανέστερη… …   Dictionary of Greek

  • ευλυτίνης — Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βισμούθιο. Ο χημικός τύπος τους είναι Bi4(SiΟ4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σε μικρούς κρυστάλλους με στρογγυλεμένες ακμές. Έχει ειδικό βάρος 6,1 και σκληρότητα 5 6 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Η …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • δερματόλη — η βασικό βισμούθιο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • δωβρεΐτης — ο ορυκτό χλωριούχο βισμούθιο με οξείδιο τού βισμουθίου …   Dictionary of Greek

  • εμπλεκτίτης — Ορυκτό του χαλκού, συνοδευόμενο από βισμούθιο, με χημικό τύπο CuBiS2. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει ειδικό βάρος 6,23 6,38 και σκληρότητα 2 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Απαντάται κυρίως στη Γερμανία. * * * ο ορυκτό θειούχο… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»